Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἴσα τὸν ἀ

См. также в других словарях:

  • Αλή Μπεν Ισά — (αρχές 9ου αι.).Άραβας αστρονόμος από τη Μεσοποταμία. Έζησε την εποχήτου χαλίφη Α. Μαμούν. Πραγματοποίησε μαζί με τους συναδέλφους του Καλίντ Μπεν Αμπντουλμελέκ και Αμπούλ Ταΐντ, μελέτες για τον προσδιορισμό της λοξώσεως της εκλειπτικής (για την… …   Dictionary of Greek

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοποτίζω — ισα, ποτίζω κάτι, δίνω σε κάποιον να πιει με ενδιαφέρον και αγάπη: Τον ακριβοτάιζαν και τον ακριβοπότιζαν τον κανακάρη τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάποιον ορφανό, τον στερώ από τους γονείς του, τον προστάτη του, τον αρχηγό του: Ύστερα από το θάνατο του αρχηγού του το κόμμα αυτό έχει απορφανιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποφασίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παίρνω απόφαση, φτάνω σε τελική κρίση για το τι θα κάνω: Αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι που κληρονόμησε. 2. «αποφασίζω κάποιον», αποκλείω κάθε ελπίδα σωτηρίας κάποιου, τον καταδικάζω: Οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατενίζω — ισα 1. κοιτάζω κάποιον με προσηλωμένο σ αυτόν το βλέμμα: Δεν του μίλησε, αλλά τον ατένισεμε αυστηρότητα. 2. βλέπω, αποβλέπω: Ελπίζω να μην τον ατενίσω πια τον άνθρωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαθίζω — ισα, ισμένος 1. μτβ., βάζω κάποιον να καθίσει με όρθιο τον κορμό και απλωμένα τα πόδια: Ανακάθισε τον άρρωστο στο κρεβάτι του. 2. αμτβ., ανακάθομαι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσχηματίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, αφαιρώ το ιερατικό ή μοναχικό σχήμα από κάποιον ιερωμένο ή καλόγερο, τον κάνω λαϊκό: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο καθαίρεσε και αποσχημάτισε τον κατηγορούμενο κληρικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαφτίζω — ισα, ίστηκα, βαφτισμένος 1. δίνω το κύριο όνομα σε κάποιον τελώντας το μυστήριο της βάφτισης: Την ερχόμενη Κυριακή βαφτίζουμε το παιδί. 2. γίνομαι ανάδοχος, νουνός: Θα βαφτίσω τον ανιψιό μου. 3. δίνω σε κάποιον παρατσούκλι: Τα παιδιά τον βάφτισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιορίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ξαναδιορίζω: Τον αναδιόρισαν στην προηγούμενη δουλειάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»